- ἰσότοιχος
- ἰσό-τοιχος, ον,A with equal walls or sides, of ships, gloss on ἐΐσας, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισότοιχος — ἰσότοιχος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό τοιχος, μεσό τοιχος] … Dictionary of Greek
ἰσοτοίχου — ἰσότοιχος with equal walls masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοτοίχους — ἰσότοιχος with equal walls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek